- εύχυμος
- -η, -ο (ΑΜ εὔχυμος, -ον)1. αυτός που έχει καλό και άφθονο χυμό, χυμώδης, ζουμερός2. εύγευστος, γευστικός, νόστιμοςαρχ.1. ο δημιουργός καλών, υγεινών χυμών2. γεν. αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση.επίρρ...εὐχύμως (Α)με εύχυμο τρόπο, με καλή χημική κατάσταση, υγιεινά.
Dictionary of Greek. 2013.